- κλειδοῦχοι
- κλειδοῦχοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLAVARIUS — Italis Chiavaio et Chiaivolo, apud Provinciales Clavaire, nomen dignitatis, cui claves Fisci communis commissae sunt. Vide Ioan. Danetum, Histor. Balearici Regni, p. 87. 92. At Clavicarii in l. 1. Cod. de Excus. artif. lib. 10. in Basilicis,… … Hofmann J. Lexicon universale
κλειδούχος — ο (AM κλειδοῡχος, ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος 1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας 2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα … Dictionary of Greek